- ἀνωμαλίας
- ἀνωμαλίᾱς , ἀνωμαλίαunevennessfem acc plἀνωμαλίᾱς , ἀνωμαλίαunevennessfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μυωπία — (Ιατρ.). Διαθλαστική ανωμαλία του ματιού, κατά την οποία οι ακτίνες του προσπίπτοντος φωτός δεν συγκεντρώνονται, όπως είναι το φυσιολογικό, πάνω στον αμφιβληστροειδή, αλλά σ’ ένα σημείο που βρίσκεται πιο μπροστά. Το μάτι του μύωπα, εξαιτίας της… … Dictionary of Greek
неоуглаженьѥ — НЕОУГЛАЖЕНЬ|Ѥ (1*), ˫А с. Несоразмерность, неправильность: Образу быти и житью иному. всѧ тамо носѧща имущи гладко что ѿ б҃а всѧко и мнѧщагосѧ на [вм. намъ] неѹглажень˫а. ˫ако же в тѣлѣ исходы же и въходы. величьства же и мала˫а (ἀνωμαλίας) ГБ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
непосто˫аниѥ — НЕПОСТО˫АНИ|Ѥ (5*), ˫А с. 1.Непостоянство, неустойчивость: Сло(в) •н͠ѳ• ο непосто˫ании житистѣ(м). Пч к. XIV, 119; Сло(в) •ѯ҃• о непосто˫ании жить˫а. (περὶ... ἀνωμαλίας) Там же, 121 об. 2. Отпадение, отступление, отступничество: даже всѧкомѹ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
TRACTIO — ignominiae poenaeque species. Idatius Fastis, Constantiô III. et Constante II. Consulibus: His Coss. victi Franci a Constante Aug. seu pacati. Tractus Hermogenes. De qua veluti re usitata loquitur Libanius, Orat. de sua Fortuna. Vide quoque… … Hofmann J. Lexicon universale
αμπάς — I Όνομα δύο αντιβασιλέων (χεδίβηδων) της Αιγύπτου. 1. Α. Α’ (1813 – 1854).Αντιβασιλιάς της Αιγύπτου (1848 54). Εγγονός του Μωχάμετ Άλη, το 1830 έλαβε μέρος στους πολέμους του παππού του στη Συρία. Μετά τον θάνατο του θείου του Ιμπραήμ πασά (1848) … Dictionary of Greek
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… … Dictionary of Greek
επιδίκαση — Κάθε διαδικασία που διενεργείται για τη διευθέτηση μιας διαφοράς. Η ε. πρέπει να εμπεριέχει το στοιχείο της απονομής δικαιοσύνης, ανεξάρτητα από τον ειδικότερο στόχο που μπορεί να έχει σε κάθε περίπτωση. Μπορεί επίσης να αποβλέπει στην επίλυση… … Dictionary of Greek
ημερολόγιο — Σύστημα μέτρησης του χρόνου σε ορισμένες περιόδους (έτη, μήνες, εβδομάδες και ημέρες). Η αρχή των αρχαιότερων συστημάτων για τον υπολογισμό του χρόνου συνδέεται, σύμφωνα με τις πιο έγκυρες γνώμες, με την ανάπτυξη της γεωργίας και της κτηνοτροφίας … Dictionary of Greek
κάθαρση — η (AM κάθαρσις, Α και κόθαρσις) [καθαίρω] 1. καθαρμός από ενοχή ή μίασμα, ηθικός εξαγνισμός, τρόπος εξιλασμού από κάτι («ἔστι δὲ παραπλησίη ἡ κάθαρσις τοῑσι Λυδοῑσι καὶ τοῑσι Ἕλλησι», Ηρόδ.) 2. (στη δραματική τέχνη) η διέγερση αισθήματος οίκτου… … Dictionary of Greek